κοινωνισμός

κοινωνισμός
ο
παλαιός όρος που χρησιμοποιήθηκε αντί τού όρου σοσιαλισμός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κοινων-ισμός (αντί τού ορθτ. *κοινωνικ-ισμός ως απόδοση τού γαλλ. social-isme) < θ. κοινων- τού κοινων-ικός + κατάλ. -ισμός (πρβλ. εθνικ-ισμός, κομμουν-ισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Γ. Θεοχαρόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”